[Ένα-δύο-ένα τέστ τέστ… (ταπ
ταπ)… ένα-δύο… Που τον τζαιρό που έσσιει να χρησιμοποιήσουμεν το ‘όφωνο,
ανάθθεμαν τα τζι αν ελείψαν οι παταρίες…]
Κύριε Κόκο μου, η γωνιούδα σου η
δύο-επι-ένα, έννεν τίποτε το σπουδαίον εμφανισιακά. Οι καρέκλες σου οι πλαστικές
εξοβάψαν που τα χρόνια: Που το τρίφτου-τρίφτου τόσα κορμιά πάνω τους, επήραν
έσσω τους λλίην που την γυαλλάδαν τζαι λλίον που το χρώμαν. Στα τραπέζια σου,
δε, εράγισεν πκιον το πλαστικόν τζαι θωρείς μες τις ρωγμούδες που εμείναν πίσω, νάκκον βάθος. Άν ήταν κορμοί δεντρών, εννά’σσιεν τζι έλεος! – μπορεί να
εμετρούσαμεν το ξίφτισμαν τζαι να υπολογίζαμεν την ηλικίαν τους. Το όλον
“ντεκόρ”, με τους τοίχους τους
ολοτζίτρινους που την κάπνα,
που τους εμισόφαεν το βάρος του κάθε ημερολογίου με τον αριθμό τυπωμένο
μπροστά τζαι την παροιμίαν πουπίσω, τζαι της κάθε πατεριμής πο’κρέμμασες πάσσε
αγιωμένην σπόνταν, λαλούμεν το… “ρουστίκ”. Ούτε οι μουσικές σου κύριε Κόκο μου
πτοούν μας. Κανέναν παράπονον που το τρίγκι-τρίγκι, το χόπας-μάνα-μου, τζαι το
τάχτιριτι.
Εμείς, δαμέ, Κύριε Κόκο μου. Μιαν
την άλλην αντακώννουμεν τζι έρκούμαστεν προσκύνημαν στον ναόν σου. Τζαι “λάβετε
φάγετε”, κοινωνούμεν το σουβλάκιν σου, τζαι “πίετε εξ αυτού” κατεβάζουμεν το
κρασίν σου το σπιθκιάσιμον. Τζαι μέσσε τούτον το μυστήριον, φτάνουμεν ενίοτε
εις στην μίαν, αγίαν, τζαι γαστρονομικήν Νιρβάναν.
Ήρταμεν πάλε εψές, Κύριε Κόκο
μου. Εμπήκαμεν, εσσιαιρετήσαμεν, είδες μας τζι εγελάσαν τα μουστάτζια σου.
Έπιασες παραγγελίαν με μμάθκια ορθάνοιχτα τζαι οι ρυτίδες σου εβαθύναν ώστι να
σχηματίσουν την φιλοξενίαν. Τζαι ύστερα, εμείς εκάτσαμεν έξω, εις στην δροσιάν
του Φθινοπώρου, να πιούμεν – σε στυλ apéritif – το πρώτον κρασούδιν.
Ήσουν γλήορος πάλε, όπως πάντα, Κύριε
Κόκο μου: Ώστι να φτζιαιρώσει το κάρτον της πότσας, εσέρβιρες μας το pièce de
résistance, την επιτομήν της τέγνης σου: την παντοδύναμην σιεφταλιάν.
Αντάν τζαι πάω να ακκάσω, Κύριε
Κόκο μου, τον πολυπόθητον πρώτον βούκκον, δικλώ ανεπαίσθητα πας το τζαμούδιν
που θωρεί μες στο μαχαζίν σου, τζαι στυλλομμαθκιάζω. Εσπίασα καλλύτερα άμπα τζι
εγελάσαν με τα μμάδκια μου: Πας στην βιτρίναν σου, ολόγυαλλον τζαι
ατσαλάκκωτον, εμόστραρεν έναν αυτοκολλητούδιν. Τετράγωνον, με φόντον μπλέ
(σχεδόν) ηλεκτρίκ, τζαι στην μέσην του ένας άσπρος μαίανδρος, περυτριγυρισμένος
που χρυσά φύλλα δάφνης.
Έμεινεν μου ο βούκκος μες στο
στόμα, ρε Κόκο! Συγχώρα με που έκοψα τζαι τα “Κύριε” τζαι τα “μου” προς
στιγμής, αλλά Κύριε Κόκο μου, σάννα μου τζι επαραγνωριστήκαμεν; Εσού, ως εχτές,
λλία πράματα έξερες για μέναν: πως τρώω το σουβλάκιν μου σόζουμον, πως μου
αρέσκουν τα ξιδάτα, άτε, τζαι πως άμα πιω κανέναν ποτηρούδιν παραπάνω χασκογελώ
σου, τζαι κάμνω σου ναζούθκια τζαμαί που παραφέρεσαι με τα σχόλια σου.
Τζαι γιώ, για σέναν λλία πράματα
έξερα, ως τωρά, Κύριε Κόκο μου: Την δουλειάν σου, το γούστον σου στο τραγούδιν
τζαι στην διακόσμισην, την αδυναμίαν που δείχνεις με τα ψευτο-κομπλιμάν σου
στις γυναικοπαρέες… τζαι αππάρεντλή πως δεν έσσιεις καμιάν ένστασην ναν
κολλημένο πάνω στην βιτρίναν σου το αυτοκόλλητον του μίσους!
Επιάστην η καρκιά μου Κύριε Κόκο
μου. Το πρώτον πράμαν που επέρασεν που τον νουν μου ήτουν πως, τούτη ήτουν η
τελευταία φορά ποννά φάω την
σιεφταλιάν σου πον μέλιν. Σιγά ποννα ξαναπατήσω εγιώ δαμαί!
Τζαι έπιαν με μια θλίψη, Κύριε
Κόκο μου, σάννα τζι επέθανεν μια ιεροτελεστεία μου, μια που τις συνήθειες της καθημερινότητας.
Σάννα τζι έσβηνεν έναν μυάλον κεφάλαιον που τις “σταθερές” μου.
Ύστερα, έπιασα να σε
δικαιολογήσω. Άμπα τζι εν είσαι συ που το κόλλησες Κύριε Κόκο μου; Άμπα τζι εν
κανένα κοπελλουρούδι, κανένας ξόφτερος που ήρτεν τζι εβανδάλισεν το μαχαζίν σου
μες στην νύχτα; Άμπα τζι εν ηξέρεις πιλέ μου ΄ντα’μ’που σημαίνει τούντο
σκέδιον; Τζαι γιώ ξιμαρίζω το όνομαν σου τζαι τις προθέσεις σου άδικα; (Εν
αττυμούμαι, αλήθκεια, άλλην φοράν να είχα έτσι σημάδιν που σέναν, ούτε σε
άκουσα να κόπτεσαι ποττέ για τα πολιτικά, για δεξιούς ζερβούς τζαι μέσους. )
Τζαι έπιαν με η απελπισία, Κύριε
Κόκο μου, γιατί εν έξερα ποια εν η αλήθκεια έτσι όπως εθώρουν την Killa
απέναντι μου, τζαι πουπανοθκιόν της κκελλές της τζείνο το σημάδιν που νεκατσιώ,
που το φορούσιν πας στις μαύρες τις φανέλλες τους κάτι παιδκιά που γυρίζουν μες
στες νύχτες, τζαι σπέρνουν το μίσος. Δίννουν αθρώπους, Κύριε Κόκο μου, πας στα
δεντρά, με άλυσους, τζαι διούν τους ώστι να στήσουν. Τζαι ανεβαίνουν πας στις
ταράτσες των πολυκατοικιών που ζιούν οι φτωσσιοί, οι “υπάνθρωποι”, τζαι άφτουν
τους φώκον. Τζαι μασσιερώννουν, Κύριε Κόκο μου. Τζαι σπάζουν πάγκους τζαι
περιουσίες σε υπαίθριες αγορές, τζαι φκαίνουν στις τηλεοράσεις τζαι
ττοππουζιάζουν γιεναίτζες. Στέλλουν αθρώπους στη φυλακή, επειδή “περιπαίζουν τα
‘πιστεύω’ τους”. Τζαι οι ίδιοι “εν ανέχουνται” τα άλλα ‘πιστεύω’, τζαι κλείουν
θέατρα που παίζουν παραστάσεις που δεν τους αρέσκουν.
Τζαι Κύριε Κόκο μου, τούτα εν
κάθε μέρα στις τηλεοράσεις, στα ράδια, στις εφημερίδες. Κάθε μέρα. Κάθε. Μέρα.
Γι’αυτόν Κύριε Κόκο μου, λυπούμαι
ποννα σου το πώ, έστω τζαι έτσι, αλλά η συνεργασία μας διακόπτεται:
Αν το έβαλες εσύ το αυτοκόλλητον,
εν αυτονόητον το γιατί. Τζι αν δεν το έβαλες, εν ημπόρω να πιστέψω ότι δεν
έξερες τι σημαίνει. Με τόσην προβολήν που έσσιει τούτη η ομάδα, εν ημπόρω να το
πιστέψω! Τζαι προτιμώ να χάσω την σιεφταλιάν σου παρά να στηρίζω την
επιχείρησην σου έχοντας τούτην την
υποψίαν ότι ήξερες ήντα’μ’που ένει τζαι άφηκες το τζαμαί.
Αλλά, Κύριε Κόκο μου, τζείνον που
με επείραξεν παραπάνω, εν πως μπορεί να μεν το έβαλες εσύ, ούτε τζαι κανένας
άλλος άγνωστος τζαμαί...
Μπορεί να το έβαλα εγώ.
Την μέραν που μου είπες πως ο
Πακιστανός “βρωμά”, τζαι έκρυψα. Που ελάλες πως νεκατσιάς τους "παράλυτους" άμαν τους
θωρείς να κάμνουν γυμναστική μιτά σου. Που ενευρίασες με τον σερβιτόρον σου
επειδή εν ήξερεν άπταιστα ελληνικά. Που μου εξήγησες γιατί η γιεναίκα άμαν
ντύνεται προκλητικά ζητά απελπισμένα να την βιάσουν. Που μου εκλάφτηκες για
τον ““λαθρο””μετανάστην που σου
πιάνει το επίδομαν σου. Που μου είπες πως οι γκέης εν πρέπει να έχουν τα ίδια
δικαιώματα μιτά σου επειδή αηδιάζουν σε. Τζι εγώ, έκρυφα. Τζαι κάθε φοράν που
έκρυφα, εκολλιέτουν τζι έναν αυτοκόλλητον μες στην πόλην μου.
Τζαι εν σαννα τζαι εκόλλουν το
εγώ.
Τζαι γιαυτόν Κύριε Κόκο μου,
παρόλον που η σιεφταλιά σου εν όπως το μέλιν, εννα κάμω που σέναν την αρκήν…
Τζαι συγχώρα με.
Συγχώρα με που αύριον το πρωϊν,
πας στην βιτρίναν σου, πουπάνω που τζείνον το αυτοκόλλητον, εννα έβρεις
κολλημένην μιαν σημαίαν rainbow.
Με εκτίμησην,
Η Marmite της KillaFlava.
Υ.Γ: Η αντιπάθεια μας προς το αυτοκόλλητον εν υποδηλώνει κλίσην προς κάποιαν ιδεολογίαν πέρα που τον σεβασμό προς την αθρώπινην αξιοπρέπειαν. Το θέμαν έννεν κομματικόν.