Η πρώτη μου σχέση ήτουν τραυματική, αφού κάπου τσιαμέ στην ηλικία των 4-5 χρονών, ετσάνιασε με μια φουντωτή πορτοκαλιά κάττα σαν εμάχουμουν να την ταίσω... σιγά το πράμα εν να μου πείτε, αλλά άμαν έχεις υπερπροστατευτικούς γονιούς που το τόσο εκάμναν το αλλό ΤΟΣΟ, ήτουν μεγάλο πράμα, όι μπετατίν, όι τσιρόττα μόνο που εν με πήραν στες Πρώτες Βοήθειες για να ράψουν το επιφανειακό χτάρσιμον. Εννοείται ότι που τότε όποτε εθόρουν κάττους έφκενα πας τα τραπέζια, τες καρέκλες, τα αυτοκίνητα ότιδήποτε ψηλό τέλοσπάντων (τάχα επειδή εν θα τραππηδούσαν αν εθέλαν να μου κοντέψουν για να με χτάρουν!)
Όταν εμετακομήσαμε σε άλλο σπίτι, εξεπέρασα την καττοφοβία μου αφού η νέα μου γειτόνισσα που ήτουν και στην ηλικία μου, είχε πάρα πολλούς κάττους-σχεδόν εκτροφείο κάττων διαφόρων ηλικιών και μεγέθων και ποικίλων χρωματισμών και αστείων ονομάτων όπως "Μάμμα Κάττα", "Μελής" , "Παπουτσάκιας", "Πασχαλίτσα", "Τρόλυς" (τούτην μάλιστα εφώναζεν την και με προφορά η γειτόνισσα μου που ήτουν ξένη.)
Εταίζαμεν τους, εποτίζαμεν τους, εμαλλαφούσαμεν τους κι έμαθα πολλά για την κοινωνία των κάττων, για την ζωή και για τον θάνατο. Όποτε εγεννούσαν, εκτός που τον εκστασιασμό μας όταν εβλέπαμε τσίνα τα μικρά χνουδωτά πλάσματα που ήταν κλειστά ακόμα τα μμάθκια τους να γυρέφκουν βυζίν στα τυφλά, είχαμε και σαν αποστολή να τα προσέχουμε που τους αρσενικούς κάττους. Η γειτόνισσα μου που θα την λέμε Β. έχονεν τα νεογέννητα στην αποθήκη-πλησταρκό πίσω που το πλυντήριο μες σε κάτι παλιόρουχα, για να μεν τα shιαστούν οι μεγάλοι κάττοι επειδή εζηλέφκαν και ήτουν να τα κατασπαράξουν-πράμα που εγίνηκε πιό παλιά στα χρονικά του "εκτροφείου κάττων" και σε συνδιασμό με την φαντασία των 8χρονων, εδημιουργήθηκε ένας μύθος γυρόν που τους αρσενικούς κάττους κάτι σαν να ήτουσιν οι αρχόντοι της γειτονιάς που εν εθέλαν ανταγωνισμόν ή σαν τους μαφιόζους του υποκόσμου που καθαρίζουν τους αντίζηλους τους.
Όι ούλλοι όμως α, είσιεν και αρσενικούς που ήτουν κύριοι, σαν ασπούμεν ο Μελής που ήτουν ένας μαυρόασπρος κάττος με μμάθκια όπως το μέλιν. Επρόσεχεν την μάναν του και τες θκειές του και τα ανήψια του, ήτουν και λλίον στην κοσμάρα του-επέταν χαρταετόν* , εμαλλαφούσαμεν τον πολλά τσίνον τον κάττο. Ένα πρωί ήβραμεν τον τέζα πόξω που το σπίτι της Β. με μια γραμμή λιμπούρους να κάμνουν παρέλαση μες στο στόμα του. Που τότες αρκέψαμεν μιαν νέαν αποστολή, να θάφκουμε τους πεθαμένους κάττους στην μεγάλη χωράφα δίπλα που το σπίτι μου! Ενεκατσιάσατε, εν λογικό, εν να σας πώ μόνο ότι σε κάποια φάση εσυναχτήκαν με τον καιρό πας στους 7 τάφους κάττων στη σειράν με σταυρούς που κλαδκιά δέντρων χειροποίητους και ένας μίνι τάφος χρυσόψαρου. Είμαι σίουρη ότι οι χτίστες ύστερα που χρόνια εφκάλαν νάμιν με το νεκροταφείο των κάττων, αφού τσιαμέ τωρά βρίσκεται μια μεγάλη πολυκατοικία, ποτσίνες που με τον όγκο τους σου κρύφκουν τες παιδικές σου αναμνήσεις.
Επεράσαν πολλές κάττες που τα σιέρκα μου- πιό πολλές που τες γυενέτσιες της ζωής μου, τσίνην όμως που εν θα ξεχάσω ποττέ εν την Σπόττυ. Όπως καταλαβαίνετε που το ξένικον όνομα, η Σπόττυ ήτουν γέννημα-θρέμμα της Β. που όπως είπαμε ήτουν ξένη. Ονόμασεν την έτσι επειδή ήτουν ολόμαυρη ενώ στην άκρη του νούρου της είχε μιαν βούλλα (spot) άσπρη. Η συγκεκριμένη κάττα ήτουν το μαύρον πρόβατον του "εκτροφείου" αφούς είχε μια ζωή τριχοφάον και οι ζάμπες της ήτουν σχεδόν τίτσιρες, εκούτσενεν το δεξίν της πόδιν και συν της άλλης ενιαούριζεν σαμπός και σφάζουν βρέφος (με το συμπάθιο!) ... είσιεν το μαύρο της το χάλιν με λλία λόγια και έμεινεν στους 5 δρόμους αφούς ούτε οι άλλοι κάττοι στο σπίτι της Β. που εμίνησκεν της εκοντέφκαν.
Έτσι υιθέτησα την και αγάπουν την πολλά, επήρα την και κτηνίατρο κι εξικούτσανεν για λλίο καιρό, εγυάλλισεν και η τρίχα της, εκοντέψαν της και αρσενικοί και στα 4 χρόνια που την είχα έμεινεν και μια φορά έγκυος. Την Σπόττυ αγάπουν την επειδή επίστεφκα ότι είχαμε πολλά κοινά. Όι εν ήμουν μαύρη με βούλλα άσπρη στον νούρο, κουτσή και με τριχοφάον, ούτε ενιαούριζα σαμπός και σφάζουν βρέφος (με το συμπάθιο!) αλλά στην ηλικία των 10-11 που επίστεφκα ότι κάτι εν πάει καλά με την πάρτιν μου, ένιωθα τσίνην την κοινωνική απομόνωση κι ας ήμουν με κόσμο γυρόν μου, επροτίμουν την παρέα της Σπόττυς και τσίνη την δική μου.
Τσίντα κίτρινα τα μμάθκια της εν θα τα ξεχάσω, ούτε εν να ξεχάσω την μέρα που την εποσιερέτησα, αφούς μετά που "ώριμην" σκέψην των γονιών μου έπρεπε να την στήλουν εξορία στο χωρκό μαζίν με τα μωρά της και τα εγγόνια της, επειδής εγινήκαν επικίνδυνοι οι δρόμοι και ήτουν να τους εκάμναν πίττα τα αυτοκίνητα. Εμετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή που την εποχωρίστηκα τσίντην κάττα. Ως τωρά κι ας εν απίθανον να ζεί μετά που 1000 χρόνια όποτε πάω στο χωρκόν ποσκοπώ άμπα και δώ την κουτσή σιλλουέττα της.
Που τότες ενόμιζα εν θα εξαναγάπουν κάττα. Επερνούσαν τα χρόνια, έπρεπε να σταματίσω να χαριεντίζουμαι με τις κάττες, έπρεπε να μεγαλώσω, να κάμνω πως με ενδιαφέρει το ντύσιμο μου, οι άνδρες, οι άνθρωποι και τα θαυμαστά τους κατασκευάσματα, να μεν ενθουσιάζομαι όταν βλέπω μια κάττα να διασταυρώνει τον δρόμο και να συνηθίζω να ακούω τα "γιααάξ κάττα!" και τα ''πσσσσ φύε βρωμόκαττα που μπροστά μου!" χωρίς να με πκιάννουν οι δαιμόνοι. Ήτουν τότε που ήρτε που μόνης της μετά την τελευταία μας μετακόμιση, η Κάττα.
Στην αρκήν ήτουν φοητσιασμένη. Με τα χρόνια εφιλέψαμεν και τωρά που σας γράφω ξαπλώνει πας στο παράθυρόν μου (κι ας μεινίσκω στον 1ον όροφο ήβρεν τον τρόπο). Εν έσιει όνομα, εν απλά η Κάττα και εν σαμπώς και ήταν μαύρη και εβάλαν την μες στη χλωρίνη το χρώμα της. Εν πατσαλή, λλίον τιγρέ, λλίον καφέ και λλίον που ούλλα . Το αριστερόν φτίν της εν λλίον κομμένον, το δεξίν της μμάτιν μονίμος τρέσιει και ναι έσιει κάτι που την παρακμιακή φιγούρα της Σπόττυς κι ας έσιει την δική της προσωπικότητα. Η πρώτη αντίδραση όταν την δεί κάποιος εν ΑΜΑΝΑΜΟΥ ΗΝΤΑ ΑΣΧΗΜΗ ΚΑΤΤΑ!
Τσίνο που με ενθουσιαζει πας στες κάττες όμως εν ο τρόπος τους. Που όταν πεινούν εν νάρτουν να σου τριφτούν και μετά χάνουνται, κυρίες, σαμπώς και εν είσαι εσύ ο μάστρος τους. Που εν σαν δυναμικές γυναίκες, εγωκεντρικές και ανισόρροπες που χρησιμοποιούν τη θηλυκότητα τους για να καταφέρουν το δικό τους, άλλοτε με νάζια και άλλοτε με κλάματα, πάντα όμως φεύκουν με αξιοπρέπεια κι ας πριν 2 λεπτά εκοιλιούνταν χαμέ για ένα ψαροκόκκαλο. Τσίντο σώμα και τσίντο ύφος το δολοφονικόν που μοιάζει τόσο ανθρώπινα γυενετσίσιμο, που εν ικανό να σε καταστρέψει και να μεν το πάρει είδηση.
Κι έτσι οι κάττες της ζωής μου με τα χρόνια πολλινίσκουν. Όταν οι πρώην μου είχαν κάττες έκαμνα παραπάνω παρέα μαζί με τα ζωάκια τους παρα με τις ίδιες σε σημείο που τωρά όταν θορώ την μιαν εν να την ρωτήσω πρώτα τι κάμνει ο κάττος της και μετά τι κάμνει τσίνη...! (Η Marmite εν έχει κάττα γιαυτό αλόπος είμαι αποκλειστικά δική της.)
Στην Marmite που θέλει να πιάσουμε χελώνα.
Με εκτίμηση, η Killa Flava της Marmite
(*πετά χαρταετό=εν στον κόσμο του)