September 5, 2010

Οι κάττες της ζωής μου

Ένηξέρω αν ισχύει γενικότερα τσίνο που λέουν "κουνιστή καρέκλα, τσάι, βιβλίο και κουλλουριασμένη μια κάττα που κάτω που τα πόθκια μιας λεσβίας " στην περίπτωση μου όμως ισχύει και με το παραπάνω. Επίσης λέουν ότι οι λεσβίες εν και λλίον κουφές που και τούτο τωρά τελευταία επρόσεξα το πάνω μου... τέλος πάντων λέουν διάφορα και για να μεν καταλήξω στα στερεότυπα εν να κρατήσω μόνο την ιστορία για τις κάττες μου.

Η πρώτη μου σχέση ήτουν τραυματική, αφού κάπου τσιαμέ στην ηλικία των 4-5 χρονών, ετσάνιασε με μια φουντωτή πορτοκαλιά κάττα σαν εμάχουμουν να την ταίσω... σιγά το πράμα εν να μου πείτε, αλλά άμαν έχεις υπερπροστατευτικούς γονιούς που το τόσο εκάμναν το αλλό ΤΟΣΟ, ήτουν μεγάλο πράμα, όι μπετατίν, όι τσιρόττα μόνο που εν με πήραν στες Πρώτες Βοήθειες για να ράψουν το επιφανειακό χτάρσιμον. Εννοείται ότι που τότε όποτε εθόρουν κάττους έφκενα πας τα τραπέζια, τες καρέκλες, τα αυτοκίνητα ότιδήποτε ψηλό τέλοσπάντων (τάχα επειδή εν θα τραππηδούσαν αν εθέλαν να μου κοντέψουν για να με χτάρουν!)

Όταν εμετακομήσαμε σε άλλο σπίτι, εξεπέρασα την καττοφοβία μου αφού η νέα μου γειτόνισσα που ήτουν και στην ηλικία μου, είχε πάρα πολλούς κάττους-σχεδόν εκτροφείο κάττων διαφόρων ηλικιών και μεγέθων και ποικίλων χρωματισμών και αστείων ονομάτων όπως "Μάμμα Κάττα", "Μελής" , "Παπουτσάκιας", "Πασχαλίτσα", "Τρόλυς" (τούτην μάλιστα εφώναζεν την και με προφορά η γειτόνισσα μου που ήτουν ξένη.)

Εταίζαμεν τους, εποτίζαμεν τους, εμαλλαφούσαμεν τους κι έμαθα πολλά για την κοινωνία των κάττων, για την ζωή και για τον θάνατο. Όποτε εγεννούσαν, εκτός που τον εκστασιασμό μας όταν εβλέπαμε τσίνα τα μικρά χνουδωτά πλάσματα που ήταν κλειστά ακόμα τα μμάθκια τους να γυρέφκουν βυζίν στα τυφλά, είχαμε και σαν αποστολή να τα προσέχουμε που τους αρσενικούς κάττους. Η γειτόνισσα μου που θα την λέμε Β. έχονεν τα νεογέννητα στην αποθήκη-πλησταρκό πίσω που το πλυντήριο μες σε κάτι παλιόρουχα, για να μεν τα shιαστούν οι μεγάλοι κάττοι επειδή εζηλέφκαν και ήτουν να τα κατασπαράξουν-πράμα που εγίνηκε πιό παλιά στα χρονικά του "εκτροφείου κάττων" και σε συνδιασμό με την φαντασία των 8χρονων, εδημιουργήθηκε ένας μύθος γυρόν που τους αρσενικούς κάττους κάτι σαν να ήτουσιν οι αρχόντοι της γειτονιάς που εν εθέλαν ανταγωνισμόν ή σαν τους μαφιόζους του υποκόσμου που καθαρίζουν τους αντίζηλους τους.

Όι ούλλοι όμως α, είσιεν και αρσενικούς που ήτουν κύριοι, σαν ασπούμεν ο Μελής που ήτουν ένας μαυρόασπρος κάττος με μμάθκια όπως το μέλιν. Επρόσεχεν την μάναν του και τες θκειές του και τα ανήψια του, ήτουν και λλίον στην κοσμάρα του-επέταν χαρταετόν* , εμαλλαφούσαμεν τον πολλά τσίνον τον κάττο. Ένα πρωί ήβραμεν τον τέζα πόξω που το σπίτι της Β. με μια γραμμή λιμπούρους να κάμνουν παρέλαση μες στο στόμα του. Που τότες αρκέψαμεν μιαν νέαν αποστολή, να θάφκουμε τους πεθαμένους κάττους στην μεγάλη χωράφα δίπλα που το σπίτι μου! Ενεκατσιάσατε, εν λογικό, εν να σας πώ μόνο ότι σε κάποια φάση εσυναχτήκαν με τον καιρό πας στους 7 τάφους κάττων στη σειράν με σταυρούς που κλαδκιά δέντρων χειροποίητους και ένας μίνι τάφος χρυσόψαρου. Είμαι σίουρη ότι οι χτίστες ύστερα που χρόνια εφκάλαν νάμιν με το νεκροταφείο των κάττων, αφού τσιαμέ τωρά βρίσκεται μια μεγάλη πολυκατοικία, ποτσίνες που με τον όγκο τους σου κρύφκουν τες παιδικές σου αναμνήσεις.

Επεράσαν πολλές κάττες που τα σιέρκα μου- πιό πολλές που τες γυενέτσιες της ζωής μου, τσίνην όμως που εν θα ξεχάσω ποττέ εν την Σπόττυ. Όπως καταλαβαίνετε που το ξένικον όνομα, η Σπόττυ ήτουν γέννημα-θρέμμα της Β. που όπως είπαμε ήτουν ξένη. Ονόμασεν την έτσι επειδή ήτουν ολόμαυρη ενώ στην άκρη του νούρου της είχε μιαν βούλλα (spot) άσπρη. Η συγκεκριμένη κάττα ήτουν το μαύρον πρόβατον του "εκτροφείου" αφούς είχε μια ζωή τριχοφάον και οι ζάμπες της ήτουν σχεδόν τίτσιρες, εκούτσενεν το δεξίν της πόδιν και συν της άλλης ενιαούριζεν σαμπός και σφάζουν βρέφος (με το συμπάθιο!) ... είσιεν το μαύρο της το χάλιν με λλία λόγια και έμεινεν στους 5 δρόμους αφούς ούτε οι άλλοι κάττοι στο σπίτι της Β. που εμίνησκεν της εκοντέφκαν.

Έτσι υιθέτησα την και αγάπουν την πολλά, επήρα την και κτηνίατρο κι εξικούτσανεν για λλίο καιρό, εγυάλλισεν και η τρίχα της, εκοντέψαν της και αρσενικοί και στα 4 χρόνια που την είχα έμεινεν και μια φορά έγκυος. Την Σπόττυ αγάπουν την επειδή επίστεφκα ότι είχαμε πολλά κοινά. Όι εν ήμουν μαύρη με βούλλα άσπρη στον νούρο, κουτσή και με τριχοφάον, ούτε ενιαούριζα σαμπός και σφάζουν βρέφος (με το συμπάθιο!) αλλά στην ηλικία των 10-11 που επίστεφκα ότι κάτι εν πάει καλά με την πάρτιν μου, ένιωθα τσίνην την κοινωνική απομόνωση κι ας ήμουν με κόσμο γυρόν μου, επροτίμουν την παρέα της Σπόττυς και τσίνη την δική μου.

Τσίντα κίτρινα τα μμάθκια της εν θα τα ξεχάσω, ούτε εν να ξεχάσω την μέρα που την εποσιερέτησα, αφούς μετά που "ώριμην" σκέψην των γονιών μου έπρεπε να την στήλουν εξορία στο χωρκό μαζίν με τα μωρά της και τα εγγόνια της, επειδής εγινήκαν επικίνδυνοι οι δρόμοι και ήτουν να τους εκάμναν πίττα τα αυτοκίνητα. Εμετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή που την εποχωρίστηκα τσίντην κάττα. Ως τωρά κι ας εν απίθανον να ζεί μετά που 1000 χρόνια όποτε πάω στο χωρκόν ποσκοπώ άμπα και δώ την κουτσή σιλλουέττα της.

Που τότες ενόμιζα εν θα εξαναγάπουν κάττα. Επερνούσαν τα χρόνια, έπρεπε να σταματίσω να χαριεντίζουμαι με τις κάττες, έπρεπε να μεγαλώσω, να κάμνω πως με ενδιαφέρει το ντύσιμο μου, οι άνδρες, οι άνθρωποι και τα θαυμαστά τους κατασκευάσματα, να μεν ενθουσιάζομαι όταν βλέπω μια κάττα να διασταυρώνει τον δρόμο και να συνηθίζω να ακούω τα "γιααάξ κάττα!" και τα ''πσσσσ φύε βρωμόκαττα που μπροστά μου!" χωρίς να με πκιάννουν οι δαιμόνοι. Ήτουν τότε που ήρτε που μόνης της μετά την τελευταία μας μετακόμιση, η Κάττα.

Στην αρκήν ήτουν φοητσιασμένη. Με τα χρόνια εφιλέψαμεν και τωρά που σας γράφω ξαπλώνει πας στο παράθυρόν μου (κι ας μεινίσκω στον 1ον όροφο ήβρεν τον τρόπο). Εν έσιει όνομα, εν απλά η Κάττα και εν σαμπώς και ήταν μαύρη και εβάλαν την μες στη χλωρίνη το χρώμα της. Εν πατσαλή, λλίον τιγρέ, λλίον καφέ και λλίον που ούλλα . Το αριστερόν φτίν της εν λλίον κομμένον, το δεξίν της μμάτιν μονίμος τρέσιει και ναι έσιει κάτι που την παρακμιακή φιγούρα της Σπόττυς κι ας έσιει την δική της προσωπικότητα. Η πρώτη αντίδραση όταν την δεί κάποιος εν ΑΜΑΝΑΜΟΥ ΗΝΤΑ ΑΣΧΗΜΗ ΚΑΤΤΑ!

Τσίνο που με ενθουσιαζει πας στες κάττες όμως εν ο τρόπος τους. Που όταν πεινούν εν νάρτουν να σου τριφτούν και μετά χάνουνται, κυρίες, σαμπώς και εν είσαι εσύ ο μάστρος τους. Που εν σαν δυναμικές γυναίκες, εγωκεντρικές και ανισόρροπες που χρησιμοποιούν τη θηλυκότητα τους για να καταφέρουν το δικό τους, άλλοτε με νάζια και άλλοτε με κλάματα, πάντα όμως φεύκουν με αξιοπρέπεια κι ας πριν 2 λεπτά εκοιλιούνταν χαμέ για ένα ψαροκόκκαλο. Τσίντο σώμα και τσίντο ύφος το δολοφονικόν που μοιάζει τόσο ανθρώπινα γυενετσίσιμο, που εν ικανό να σε καταστρέψει και να μεν το πάρει είδηση.

Κι έτσι οι κάττες της ζωής μου με τα χρόνια πολλινίσκουν. Όταν οι πρώην μου είχαν κάττες έκαμνα παραπάνω παρέα μαζί με τα ζωάκια τους παρα με τις ίδιες σε σημείο που τωρά όταν θορώ την μιαν εν να την ρωτήσω πρώτα τι κάμνει ο κάττος της και μετά τι κάμνει τσίνη...! (Η Marmite εν έχει κάττα γιαυτό αλόπος είμαι αποκλειστικά δική της.)


Στην Marmite που θέλει να πιάσουμε χελώνα.

Με εκτίμηση, η Killa Flava της Marmite


(*πετά χαρταετό=εν στον κόσμο του)

September 2, 2010

Στρουμφάκι - MarmiteKilla, 0 - 1


Τον τζαιρό που είσσιεν πας την επιφάνεια της γης ακόμα δεινόσαυρους τζαι είμαστουν τζαι μείς στα πρώτα στάδια της γνωριμίας μας, αποφασίσαμε με την KillaFlava ότι ήταν καιρός να σπάσουμεν ακόμα ένα που τα taboo μιας φρέσκιας κατάστασης, τζαι να κάμουμεν την πρώτη μας κοινή εμφάνιση σε παραλία.

Έταξε μου λοιπόν η Killa πως ήτουν να με πάρει στα πάτρια εδάφη της, σε μιαν παραλία της πόλης της που εγώ δεν την ήξερα. Οδήγουν εγώ όπως μου επεράντζελλεν, τζαι ταυτόχρονα η Killa έκαμνεν μου τζαι τον τουριστικό οδηγό: “Δαμέ εν το τάδε, παν οι έτσι / τζαμέ εν το άλλο, παν οι άλλωσπως / πάρατζει εν το παρ’άλλο, τζαμέ με πάμεν με πάουν μας, ακούεις?? ” Έχασκα τζαι γω τα πράματα τζαι τα θάματα τούντης πόλης τζαι άρκεψα τζαι εσυμπάθουν την.

Κατεβαίνουμεν στην παραλίαν τζαι μεινίσκω λλίον ζαομένη, να θωρώ ήντα’ν’που σκέφτην ο νούς του αδρώπου! Μια ατέλειωτη ξύλινη γέφυρα κουμπημένη πάνω στην πλάζ, να παρπατά πάνω της ο κόσμος τζαι να θωρεί αφ’υψηλού το τζύμμαν τζαι τα πετραδάκια. Τζαι πουκάτω που την γέφυρα πλάτσα πολλή τζαι σσιός, να απλώσεις τα πράματα σου τζαι να είσαι τζαι νάκκον πριβέ, λογώ των σιέρων που εστηρίζαν την γέφυρα. Ήταν πολλά πετυχιμένη επιλογή για την πρώτη μας απόπειρα για μπάνιο μαζί.

Εμπήκαμεν τζαι μεις πουκάτω που την γέφυραν σε ένα σημείο που εν είσσιεν αθρώπους. Εφκάλαμεν πετσέτες, αντιηλιακά, βιβλία, κουβαδάκια, τζαι εμπήκαμεν σε παραθαλάσσιο mood. Το αερούι να φυσά τζαι να μυρίζει ιώδιο, ο ήλιος να κρούζει τις άκρες των ποδκιών τζαι απλούμενες η μια δίπλα στην άλλην.

Ήταν ίσως η τρίτη, ή τέταρτη φορά που εβρεθούμασταν μετά την γνωριμία μας στο beach party. Ούλλα ήταν ακόμα πολλά φλού. Έθελα την? Έθελε με? Ντα’ν’που κάμναμεν δαμέ? Εξέραμεν? Σαν τα εσυλλοϊζουμουν τούτα, χωμένη μεσα στο βιβλίο μου, κοντέφκει μου παραπάνω η Killa.

“Μπορείς να μου βάλεις αντιηλιακήν?”

…”’Ετα ούλλα τζαμε” σκέφτουμαι εγώ. “Αρκέψαμεν τα κόλπα!”…

Με απόλυτην προσοχή τζαι πολλές πισινές αλείφω της την πλάτη άγαρμπα, όπως ήταν να σου βάλει αντιηλιακήν το ανηψιούδιν σου το πεντάχρονο. Επροσπαθούσα να κρατήσω σοβαρότητα τζαι χαρακτήραν για να μεν νομίζει ότι εκμεταλλέφκουμαι καμιάν κατάσταση. Στο κάτω κάτω μπορεί να έθελεν που τ’αλήθκεια απλά να της αλείψω την πλάτη επειδή εν έφταννε!

Τελιώνει τζαι τούτο το (γλυκό, μεταξύ μας) μαρτύριο τζαι επιστρέφω στο βιβλίο τζαι στις σκέψεις μου. Η Killa εσυνέχισε να ξαπλώνει δίπλα μου, τζαι ένοιωθα την αύρα του κορμιού της πάνω μου. Πρέπει να εξάπλωνε υπερβολικά κοντά μου. Αλήθκεια εξάπλωνε υπερβολικά κοντά μου οξά εν που εγωκεντρισμό που το έβλεπα έτσι? Έπαιξα πελλόν τζαι εσυνέχισα το βιβλίο.

Το επόμενο πράμα που θυμούμαι εν το πρόσωπο της Killa να έρκεται πουπάνω μου, να παραμερίζει με το σσιέρι της το βιβλίο μου, τζαι να μου διά ένα φιλούδι πεταχτό πας τα σσιείλη. (Μάλλον έσπασα την που τάχα εν ανταποκρίνουμουν τζαι είπεν να πάρει την κατάσταση στα σσιέρκα της!). Ε, να μεν είμαι τζαι γω αγενής, ανασηκώνουμαι τζαι ανταποδίδω με ένα δεύτερο πεταχτό φιλί. Ουλλα PG Rated, οι να νομίζετε!

Στην φάση που εξικολλούσα που πάνω της για να επιστρέψουμε στην ατσαλάκωτη αθώα διάθεση της εκδρομής μας, βλέπω με την άκρην του μμαθκιού μου έναν άθρωπο να κάθεται δκιό σίερα πάρακατω, τζαι να θωρεί προς το μέρος μας κάπως… ζαωμένος. Ποιός ηξέρει πότε ήρτεν τζαι εστρώθην δίπλα μας, πάντως τόσην ώραν που είμαστουν τζαμέ, πρώτη φορά τον εσσιάστικα. Αλλιώς μάλλον εν θα έκαμνα έτσι παλλικαρκιές στις παραλίες τις ξένες..

Επροσπάθησα να τον αγνοήσω τζαι τζείνον τζαι τα ππιριλλο-μάδκια του που μας εκαρφώναν ασταμάτητα, τζαι εξάπλωσα σάννα μεν έγινεν τίποτε. Ούτε τζαι είπα τζαι της Killa ότι μας εθώρεν ο τύπος. Εγύρισα πάλε στο βιβλίο μου αλλά με την άκρη του μμαδκιού μου εθώρουν τον που μας εθώρεν. Σε μιαν φάση σηκώνεται πάνω τζαι παρπατά πας την παραλία, περνά που ομπρώς μας τζαι τα μμάδκια του εν ξικολλούν που πάνω μας.

Ήταν ένας τύπος κοντοπάχουλλος, πας τα late 30ς, με την σκεμπούδα του τζαι την τριχούδα του αρκούδου στο στέρνο του. Εφόρεν τζαι ένα μπλέ μαγιώ ποτζείνα τα τρίγωνα τα βρακούδκια φάσης speedo. Δαμέ πρέπει να σας πω ότι την τότε εποχή εθεωρούσα το θανάσιμο faux pas ένας ενήλικας να κυκλοφορεί με το speedo στην παραλία τζαι να μοιάζει με γιγάντιο μωρό. Τωρά, μετά που διάφορες επισκέψεις σε pride parades τζαι gay pool parties στα εξωτερικά, μπορώ να πω ότι έσσιε κάτι παιδκιά που τους πάει πολλά τζαι εν όπως το λουκουμούδιν με το speedo τους! Ο συγκεκριμένος δυστυχώς εν ανήκε σε τούτη την κατηγορία. Έτσι όπως τον εθώρουν που το πλάι, με το βρατζί τζαι την σκεμπούδαν πόξω έμοιαζε με ανάποδο στρουμφάκι.

Επίεννεν, που λέτε πάνω κάτω το στρουμφάκι τζαι εθώρεν μας καλά καλά. Θα επέρασεν τουλάχιστον τρείς φορές πριν με πιάσουν οι δαιμόνοι. Λαλώ της Killa να πάμεν για καμιάν βουδκιάν, γιατί ήθελα να σιουρεφτώ πως έν ήταν η ιδέα μου. Μπορεί ο τύπος απλά να εβόλταρεν πας την παραλία!

Μπαίνουμεν μες την θάλασσα τζαι τσουπ, πουπίσω μας το στρουμφάκι. Κολυμπούμεν εμείς ομπρώς τζαι τζείνος πίσω. Κάμνουμεν στάση τζαι κολυμπά γυρόν μας. Τραβούμεν πιο έξω, τραβα τζαι τζείνος. Πάμεν πιο μέσα, πάλε πουπίσω μας. Άρκεψεν τζαι η Killa τζαι αντιλαμβάνετουν ότι κάτι εν επίεννε καλά. Εθώρουν τον με έναν μισισμένον ύφος τζαι έστελλα του ηλεκτρομαγνιτικά μυνήματα που το υποσυνείδητο μου να φύει που κοντά μας, αλλά τίποτε!

Φκαίνουμεν σιγά σιγά προς τα έξω τζαι καθούμαστιν εις τα ξέβαθα να ζυγίσουμεν μαζί την κατάσταση, άμπα τζαι έπιασεν μας μαζική παράνοια. Πουπίσω μας το στρουμφάκι να κάμνει πρόσθιο τζαι ελεύθερο μεσα σε νερό βάθους 30cm. Ήταν ώρα μας να φύουμεν!

Πετασσούμαστεν έξω, μαζεύκουμεν τα πράματα μας τζαι πτου παπούτσιν. Το στρουμφάκι πουπίσω μας! Εβουρούσαμεν προς την σκάλα της γέφυρας, για να ανεβούμεν πάνω τζαι να περπατήσουμεν ως το αυτοκίνητο τζαι να χαθούμεν. Άμμαν ανεβήκαμεν τζαι την σκάλα τζαι ακολούθησεν λαχανιασμένο τζαι το στρουμφάκι, επήρα τζαι άψα εγώ. Λαλώ της Killa να προχωρίσει ομπρώς, τζαι γυρίζω προς το στρουμφάκι που ήταν 4-5 σκαλιά πιο κάτω μας.

“Θέλετε κάτι???????” γυρίζω τζαι λαλώ το, με πλυθιντικό ευγενείας βεβαίως βεβαίως, αλλα τζαι ταυτόχρονα με το πιο bitchικο υφάκι που εμπορούσα να έχω τζείνη την ώρα μέσα στον πανικό τζαι τον φόο μου.

Το στρουμφάκι έχασε τα για λλίον. Μάλλον εν επερίμενε να του απευθύνουμε τον λόγο? Ε μα τζαι συ, καλέ μου στρουμφ, άμα βούρας τον άλλο πουπίσω τί ακριβώς καρτεράς ότι εννα γίνει? Για εννα τον πιάεις, για εννα σου φύει.. εν τζαι έσσιει άλλες επιλογές!

Αννοίει επιτέλους το στόμα του:

Στρουμφ: “Εεεεεε, βασικααααά….. είδα σας που εφιλιέστουν…”

Marmite: “Ναι.. και??” (με bitchικο ενοχλιμένο υφάκι )

Στρουμφ: “Τζαιιι… εγώ…. Απλά……”

Marmite: “Τι??”

Στρουμφ: “Αν θέλετε να το κάμουμε τζαι οι τρεις μαζί, εμένα έν με πειράζει...”

(…’Εμπηξα τα γέλια..) Εν του απάντησα κάν. Εγύρισα του πλάτη, έπια την Killa που το σσιέριν τζαι εσυνεχίσαμεν να ανεβαίνουμεν. Εν εξανακοίταξα πίσω να δω αν μας ακολουθούσεν το στρουμφ.

Δηλαδή εμπορούσεν να τον πειράξει τζιόλας αλλά έκαμεν μας την χάρην τζαι εν θα τον επείραζεν? Χαττηρικά μόνο για μια μέρα ήταν να κάμει την καρδιά του πέτρα τζαι να καταδεκτεί έτσι χαττάν?

Τζαι ρε χρυσέ μου δηλαδή εφάνικεν σου να χρειαζούμαστεν τζαι τρίτον, αν δεν τον πειράζει φυσικά?! Θράσος το πλάσμαν!!

Που τότε εξαναπίαμεν πολλές φορές θάλασσαν μαζί με την Killa αλλά με φιλούδκια διούμεν με τίποτε.. Τζαι έτσι εν εμάθαμεν ποττέ πόσα στρουμφ (που έν τα πειράζει) παραμονεύουν στις παραλίες της Κύπρου…

Με εκτίμηση,

Η Marmite της KillaFlava

P.S: Θα χαρούμε πολλά να σας δούμε στο Beach Party της accept την Παρασκευή στις 3 του μήνα στο Golden Beach στη Λεμεσό ή στην συναυλία της αγαπητής ακροάτριας μας το Σαββατο στις 4 του μήνα στο Red στην Λευκωσία. Αλλά αν φορείτε speedo πλησιάστε με πολλήν προσοχή!